φρουράρχης: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[φρούραρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[φρούραρχος]] [[κατά]] τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -<i>ης</i>]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[φρούραρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[φρούραρχος]] [[κατά]] τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -<i>ης</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρουράρχης:''' ου ὁ Xen. v. l. = [[φρούραρχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = φρούραρχος, Them.Or.10.136b (pl.).
German (Pape)
[Seite 1310] ὁ, = φρούραρχος.
Greek (Liddell-Scott)
φρουράρχης: -ου, ὁ, = φρούραρχος, Θεμίστ. 136Β, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
φρούραρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φρούραρχος κατά τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -ης].
Russian (Dvoretsky)
φρουράρχης: ου ὁ Xen. v. l. = φρούραρχος.