υπερμήκης: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. [[ὑπερμάκης]], ὑπέρμακες, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υπερβολικό [[μήκος]], ο εξαιρετικά [[μακρός]]<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) [[πάρα]] πολύ [[ψηλός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], πολύ [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), | |mltxt=ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. [[ὑπερμάκης]], ὑπέρμακες, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υπερβολικό [[μήκος]], ο εξαιρετικά [[μακρός]]<br /><b>2.</b> (για [[βουνό]]) [[πάρα]] πολύ [[ψηλός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], πολύ [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), [[πρβλ]]. [[ἐπιμήκης]], [[προμήκης]]]. | ||
}} | }} |