υγρομελής: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει εύκαμπτα τα [[μέλη]] του σώματός του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει εύκαμπτα τα [[μέλη]] του σώματός του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[πολυμελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει εύκαμπτα τα μέλη του σώματός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μελής (< μέλος), πρβλ. πολυμελής].