υαλόχρους: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. [[ὑαλόχροος]], -οον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] της διαφανούς υάλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>χρους</i>).
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. [[ὑαλόχροος]], -οον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] της διαφανούς υάλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. [[χρυσόχρους]]).
}}
}}

Latest revision as of 15:49, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. ὑαλόχροος, -οον, Α
(λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα της διαφανούς υάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσόχρους).