τραχήλια: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(41)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=τά, Α [[τράχηλος]]<br /><b>1.</b> τεμάχια κρεάτων και χόνδρων [[γύρω]] από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν [[μαζί]] με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ [[τραχήλι]]' ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα.
|mltxt=τά, Α [[τράχηλος]]<br /><b>1.</b> τεμάχια κρεάτων και χόνδρων [[γύρω]] από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν [[μαζί]] με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ [[τραχήλι]]' ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰχήλια:''' τά ([[τράχηλος]]), τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από το λαιμό, άχρηστα κομμάτια, απορρίμματα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχήλια Medium diacritics: τραχήλια Low diacritics: τραχήλια Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΑ
Transliteration A: trachḗlia Transliteration B: trachēlia Transliteration C: trachilia Beta Code: traxh/lia

English (LSJ)

τά,

   A scraps of meat and gristle about the neck, which were thrown away with the offal: hence, simply, scraps, offal, Ar.V.968, Pherecr. 54; βόεια Hp.Epid.7.62.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχήλια: τά, (τράχηλος) τεμάχια κρεάτων καὶ χόνδρων περὶ τὸν τράχηλον, τὰ ὁποῖα ἀπερρίπτοντο μετὰ τῶν λοιπῶν ἀχρήστων μερῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 968· «τὰ κεφάλαια τῶν ἰχθύων ὡς ἀκανθώδη, καὶ Φερεκράτης ἐν Ἐπιστολῇ (ἔνθ’ ἀναγνωστέον ἐν Ἐπιλήσμονι) ὅστις παρέθηκε κράνια ἢ τραχήλια» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 968 (Φερεκράτ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 5)· βόεια τρ. Ἱππ. 1227Β.

Greek Monolingual

τά, Α τράχηλος
1. τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ τραχήλι' ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», Αριστοφ.)
2. (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα.

Greek Monotonic

τρᾰχήλια: τά (τράχηλος), τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από το λαιμό, άχρηστα κομμάτια, απορρίμματα, σε Αριστοφ.