χαλκηδόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(46)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[χαλκηδόνιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και δ.τ. [[χαλκεδόνιος]] Μ [[[Χαλκηδών]], -όνος]<br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Χαλκηδόνιος</i>, <i>η Χαλκηδόνια</i> και <i>Χαλκηδονία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Χαλκηδόνας ή, γενικά, αυτός που κατάγεται από τη [[Χαλκηδόνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χαλκηδόνιος]]<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί πολύ λεπτοκοκκώδη κρυπτοκρυσταλλική [[ποικιλία]] του χαλαζία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[χαλκηδόνιον]]<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ονομασία]] του ορυκτού [[στίμμι]].
|mltxt=-α, -ο / [[χαλκηδόνιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και δ.τ. [[χαλκεδόνιος]] Μ [[[Χαλκηδών]], -όνος]<br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Χαλκηδόνιος</i>, <i>η Χαλκηδόνια</i> και <i>Χαλκηδονία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Χαλκηδόνας ή, γενικά, αυτός που κατάγεται από τη [[Χαλκηδόνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χαλκηδόνιος]]<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί πολύ λεπτοκοκκώδη κρυπτοκρυσταλλική [[ποικιλία]] του χαλαζία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[χαλκηδόνιον]]<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ονομασία]] του ορυκτού [[στίμμι]].
}}
}}

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο / χαλκηδόνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και δ.τ. χαλκεδόνιος Μ [[[Χαλκηδών]], -όνος]
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Χαλκηδόνιος, η Χαλκηδόνια και Χαλκηδονία
ο κάτοικος της Χαλκηδόνας ή, γενικά, αυτός που κατάγεται από τη Χαλκηδόνα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαλκηδόνιος
(ορυκτ.) ορυκτό του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί πολύ λεπτοκοκκώδη κρυπτοκρυσταλλική ποικιλία του χαλαζία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαλκηδόνιον
(ορυκτ.) ονομασία του ορυκτού στίμμι.