τριπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(42)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triprosopos
|Transliteration C=triprosopos
|Beta Code=tripro/swpos
|Beta Code=tripro/swpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">three-faced</b>, <span class="bibl">Chariclid.1</span>, <span class="bibl">Cleom.2.5</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[three-faced]], <span class="bibl">Chariclid.1</span>, <span class="bibl">Cleom.2.5</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:01, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπρόσωπος Medium diacritics: τριπρόσωπος Low diacritics: τριπρόσωπος Capitals: ΤΡΙΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: triprósōpos Transliteration B: triprosōpos Transliteration C: triprosopos Beta Code: tripro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A three-faced, Chariclid.1, Cleom.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

τριπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τρία πρόσωπα, τρεῖς μορφάς, ἴδε τρίμορφος. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D.

Spanish

de tres caras

Greek Monolingual

-η, -ο / τριπρόσωπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τρία πρόσωπα, που εμφανίζεται με τρεις μορφές, τρίμορφος («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», Αθήν.)
2. (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από τρία πρόσωπα, από τρεις υποστάσεις
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριπρόσωπο(ν)
εκκλ. ψηφοδέλτιο με τρία ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. δι-πρόσωπος.