τσιμπλιάρης: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(42)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τσιμπλιάρικο</i><br />(με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο [[παιδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τσίμπλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ψωρ</i>-<i>ιάρης</i>)].
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τσιμπλιάρικο</i><br />(με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο [[παιδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τσίμπλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> (<b>πρβλ.</b> [[ψωριάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 4 January 2021

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του
2. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπλιάρικο
(με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].