ταχύνους: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(40)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br />[[οξύνους]], αυτός που έχει κοφτερό [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]]].
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br />[[οξύνους]], αυτός που έχει κοφτερό [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]]].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[ταχύνοος]].
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ταχύνους: ουν, ὁ ταχὺν ἔχων νοῦν, ἀγχίνους, ὀξύνους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1923β.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
οξύνους, αυτός που έχει κοφτερό μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους].

German (Pape)

zusammengezogen aus ταχύνοος.