υδροπότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑδροπότης]], ΝΜΑ, και δ. τ. ὑδροπώτης Α<br />αυτός που πίνει [[νερό]] ή αυτός που πίνει μόνο [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] ελαφιών της ανατολικής Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] δειλού ή ανόητου ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. ποτού [[πίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-[[πότης]]. Η λ. ως επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hydropotes</i>].
|mltxt=ο / [[ὑδροπότης]], ΝΜΑ, και δ. τ. ὑδροπώτης Α<br />αυτός που πίνει [[νερό]] ή αυτός που πίνει μόνο [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] ελαφιών της ανατολικής Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] δειλού ή ανόητου ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. ποτού [[πίνω]]), [[πρβλ]]. [[οἰνοπότης]]. Η λ. ως επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hydropotes</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:26, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο / ὑδροπότης, ΝΜΑ, και δ. τ. ὑδροπώτης Α
αυτός που πίνει νερό ή αυτός που πίνει μόνο νερό
νεοελλ.
1. αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού
2. ζωολ. γένος ελαφιών της ανατολικής Ασίας
αρχ.
μτφ. κωμικός χαρακτηρισμός δειλού ή ανόητου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οἰνοπότης. Η λ. ως επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydropotes].