υπόψηφος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[υποψήφιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> αυτός που προορίζεται για ανώτατο εκκλησιαστικό [[αξίωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψῆφος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σύμ</i>-<i>ψηφος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[υποψήφιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> αυτός που προορίζεται για ανώτατο εκκλησιαστικό [[αξίωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψῆφος]] ([[πρβλ]]. [[σύμψηφος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:59, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
υποψήφιος
μσν.
εκκλ. αυτός που προορίζεται για ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. σύμψηφος)].