σύμψηφος

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμψηφος Medium diacritics: σύμψηφος Low diacritics: σύμψηφος Capitals: ΣΥΜΨΗΦΟΣ
Transliteration A: sýmpsēphos Transliteration B: sympsēphos Transliteration C: sympsifos Beta Code: su/myhfos

English (LSJ)

σύμψηφον,
A voting with, τινι Pl.Grg. 500a, cf. La.184d, etc.; σ. τινί τινος voting with one for a thing, Id.R.380c, Cra.398c: c. dat. rei, σ. τῷ ἐπαίνῳ, τοῖς λόγοις, Id.Lg.811e, 907b; ὁ λόγος.. σ. ὤν (sc. τοῖς πάθεσιν) Arist. M M1206b25, cf. 1203b27: abs., voting together, of the same opinion, λαβεῖν τινα σ. Pl.Lg.929b, D.16.17, cf. Phld.Sto. Herc.339.16.
2 = computator, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 994] gleichstimmig, übereinstimmend, τινὶ εἶναι, Plat. Gorg. 500 a, auch τινί τινος, Crat. 398 c Rep. II, 380 c; Sp., wie Pol., σύμψηφον τοῖς ὄχλοις ποιῶν ἑαυτόν, 3, 90, 6; vgl. Lob. zu Phryn. p. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vote avec ; qui est d'accord avec : τινί τινος avec qqn sur qch.
Étymologie: σύν, ψῆφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμψηφος -ον [σύν, ψῆφος] dezelfde stem uitbrengend; vandaar instemmend (met), van dezelfde mening (als); met dat.; met gen. over iets.

Russian (Dvoretsky)

σύμψηφος:
1 голосующий вместе Dem.: σ. εἶναί τινί τινος Plat. голосовать с кем-л. за что-л.; λαβεῖν τινα σύμψηφον Plat. заручиться чьим-л. голосом; σύμψηφόν τινι ποιεῖν ἑαυτόν Polyb. отдать кому-л. свой голос;
2 соглашающийся, согласный: σ. τινι Plat., Arst. согласный с кем-л. или в чем-л.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που έχει εκλεγεί με κοινή ψήφο του λαού και του κλήρου
αρχ.
1. αυτός που ψηφίζει την ίδια γνώμη, σύμφωνος («καὶ ἡμᾶς συμψήφους χρὴ τῷ θεῷ γενέσθαι», Ρουφ.)
2. λογιστής
3. φρ. α) «σύμψηφον λαβεῖν τινα» — έχω κάποιον ο οποίος θα ψηφίσει την ίδια γνώμη με εμένα
β) «σύμψηφον ποιεῖν ἑαυτόν τινι» — το να έχει κανείς την ίδια γνώμη με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. περί-ψηφος].

Greek Monotonic

σύμψηφος: -ον, αυτός που εκλέγεται από κοινού με κάποιον, τινι, σε Πλάτ. κ.λπ.· σύμψηφός τινι, αυτός που ψηφίζει από κοινού με κάποιον για κάποιο ζήτημα, στον ίδ.· απόλ., αυτός που ψηφίζει ό,τι και κάποιος άλλος, που έχει την ίδια γνώμη μαζί του, ομόφωνος, σύμφωνος, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμψηφος: -ον, ὁ συμψηφίζων, τινι Πλάτ. Γοργ. 500Α, Λάχ. 184D, κτλ.˙ σ. τινί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380C, Κρατ. 398C· ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ., σ. τῷ ἐπαίνῳ, τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 811Ε, 907Β˙ ὁ λόγος..., σ. ὢν (δηλ. τοῖς πάθεσιν) Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 2. 7, 37, πρβλ. 2. 6, 48˙ ― ἀπολ., ὁ ὁμοῦ ψηφίζων, τὴν αὐτὴν ἔχων γνώμην, λαβεῖν τινα σύμψηφον Πλάτ. Νόμ. 929Β, Δημ. 206. 15˙ ― προτιμᾶται παρὰ τοῖς Ἀττικίζουσι τοῦ ὁμόψηφος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 2. ΙΙ. παθ., ὁ ἐκλεγόμενος διὰ κοινῆς ψήφου (τοῦ τε κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ), ἀπὸ κοινοῦ ἐκλεγόμενος, Ἐκκλ.

Middle Liddell

σύμ-ψηφος, ον,
voting with, τινι Plat., etc.; ς. τινί τινος voting with one for a thing, Plat.:—absol. voting together, of the same opinion, Dem.

English (Woodhouse)

voting on a person's side

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)