φρενίτιδα: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(45) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / | |mltxt=η / [[φρενῖτις]], φρενίτιδος, ΝΜΑ, και [[φρενῆτις]], φρενήτιδος, Α<br />εγκεφαλική [[φλεγμονή]] που συνοδεύεται από υψηλό πυρετό και [[παραλήρημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παραλήρημα]] από [[εγκεφαλίτιδα]] ή [[μηνιγγίτιδα]]<br /><b>2.</b> [[φλεγμονή]] του διαφράγματος<br /><b>3.</b> [[παραφροσύνη]], [[φρενοπάθεια]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εκδήλωση]] έξαλλης χαράς («[[φρενίτιδα]] ενθουσιασμού ξέσπασε όταν ο [[ομιλητής]] ανέβηκε στο [[βήμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> / -<i>ίτιδα</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 4 March 2023
Greek Monolingual
η / φρενῖτις, φρενίτιδος, ΝΜΑ, και φρενῆτις, φρενήτιδος, Α
εγκεφαλική φλεγμονή που συνοδεύεται από υψηλό πυρετό και παραλήρημα
νεοελλ.
1. παραλήρημα από εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα
2. φλεγμονή του διαφράγματος
3. παραφροσύνη, φρενοπάθεια
4. μτφ. εκδήλωση έξαλλης χαράς («φρενίτιδα ενθουσιασμού ξέσπασε όταν ο ομιλητής ανέβηκε στο βήμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα].