χαλκίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / χαλκῑτις, -ίτιδος, ΝΑ, γεν. και -ίτεως Α<br />[[ορυκτή]] [[στυπτηρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>) [[μετάλλευμα]] χαλκού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που περιέχει χαλκό<br /><b>2.</b> [[χρυσάνθεμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> / -<i>ίτιδα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀνυχ</i>-<i>ῖτις</i>)].
|mltxt=η / χαλκῑτις, -ίτιδος, ΝΑ, γεν. και -ίτεως Α<br />[[ορυκτή]] [[στυπτηρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>) [[μετάλλευμα]] χαλκού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που περιέχει χαλκό<br /><b>2.</b> [[χρυσάνθεμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> / -<i>ίτιδα</i> ([[πρβλ]]. [[ὀνυχῖτις]])].
}}
}}

Revision as of 16:52, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / χαλκῑτις, -ίτιδος, ΝΑ, γεν. και -ίτεως Α
ορυκτή στυπτηρία
νεοελλ.
(ενν. γη) μετάλλευμα χαλκού
αρχ.
1. ως επίθ. αυτή που περιέχει χαλκό
2. χρυσάνθεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα (πρβλ. ὀνυχῖτις)].