Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακρόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική [[ορολογία]], πρβλ. αγγλ. <i>acrocarpous</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική [[ορολογία]], πρβλ. αγγλ. <i>acrocarpous</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρόκαρπος, -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + καρπός
η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική ορολογία, πρβλ. αγγλ. acrocarpous].