αμβλυωπικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμβλυωπία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[αμβλυωπικός]], <i>η αμβλυωπική</i><br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμβλυωπία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[αμβλυωπικός]], <i>η αμβλυωπική</i><br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αμβλυωπία]], πρβλ. αγγλ. <i>amblyopic</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:29, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αμβλυωπία
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αμβλυωπικός, η αμβλυωπική
αυτός που πάσχει από αμβλυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αμβλυωπία, πρβλ. αγγλ. amblyopic].