αἰγίκνημος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰγίκνημος:''' -ον ([[αἴξ]], [[κνήμη]]), αυτός που έχει κνήμες γίδας, σε Ανθ. | |lsmtext='''αἰγίκνημος:''' -ον ([[αἴξ]], [[κνήμη]]), αυτός που έχει κνήμες γίδας, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰγίκνημος:''' дор. αἰγίκνᾱμος 2 козлоногий (sc. [[Πάν]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A goat-shanked. AP6.167 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίκνημος: -ον, ὁ αἰγὸς κνήμας ἔχων, Ἀνθ. Π. 6. 167.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux jambes de chèvre.
Étymologie: αἴξ, κνήμη.
Greek Monotonic
αἰγίκνημος: -ον (αἴξ, κνήμη), αυτός που έχει κνήμες γίδας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγίκνημος: дор. αἰγίκνᾱμος 2 козлоногий (sc. Πάν Anth.).