αἰγιπόδης: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(2)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰγῐπόδης:''' -ου, ὁ ([[αἴξ]], [[πούς]]), αυτός που έχει πόδια κατσίκας, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''αἰγῐπόδης:''' -ου, ὁ ([[αἴξ]], [[πούς]]), αυτός που έχει πόδια κατσίκας, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰγῐπόδης:''' HH = [[αἰγίπους]].
}}
}}

Revision as of 15:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

αἰγῐπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων πόδας αἰγείους, Ὕμ. Ὁμ. 18. 2, 37.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. αἰγίπους.
Étymologie: αἴξ, πούς.

Spanish (DGE)

(αἰγῐπόδης) -ου

• Morfología: [voc. αἰγιπόδη AP 6.57 (Paul.Sil.)]
de pies de cabrade Pan h.Pan.2, 37, AP l.c.

Greek Monotonic

αἰγῐπόδης: -ου, ὁ (αἴξ, πούς), αυτός που έχει πόδια κατσίκας, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

αἰγῐπόδης: HH = αἰγίπους.