ἀδίκαστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδίκαστος:''' -ον ([[δικάζω]]), αυτός που δεν έχει δικαστεί, δεν έχει αποφασιστεί, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀδίκαστος:''' -ον ([[δικάζω]]), αυτός που δεν έχει δικαστεί, δεν έχει αποφασιστεί, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδίκαστος:''' оставленный без решения, нерешенный ([[ἄκριτος]] καὶ ἀ. Plat.; [[δίκη]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 15:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδίκαστος Medium diacritics: ἀδίκαστος Low diacritics: αδίκαστος Capitals: ΑΔΙΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: adíkastos Transliteration B: adikastos Transliteration C: adikastos Beta Code: a)di/kastos

English (LSJ)

ον,

   A without judgement given, Pl.Ti.51c; δίκη IG12(2).530 (Eresos); undecided, Luc.Bis Acc.23. Adv. -τως without judgement, Aesop.223.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίκαστος: -ον, ὁ μὴ δικασθείς, Πλάτ. Τίμ. 51C., μὴ ἀποφασισθείς, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 23. ἐπίρρ. -τως, Αἴσωπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non jugé, non décidé.
Étymologie: ἀ, δικάζω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
I 1sobre lo que no se emite juiciode una cuestión fil., Pl.Ti.51c
sin resolver, sin fallarδίκη Luc.Bis Acc.23, cf. ILaod.Lyk.5.3 (II a.C.), IG 12(2).530 (Ereso, heleníst.).
2 no condenado de pers., Nonn.Par.Eu.Io.19.12.
II adv. -ως impunemente Hsch.s.u. ἀδαμία.

Greek Monotonic

ἀδίκαστος: -ον (δικάζω), αυτός που δεν έχει δικαστεί, δεν έχει αποφασιστεί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδίκαστος: оставленный без решения, нерешенный (ἄκριτος καὶ ἀ. Plat.; δίκη Luc.).