Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ἀδώνια: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(2)
(1)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀδώνια:''' τά, ο [[θρήνος]] για τον Άδωνι που τελούνταν ετησίως από Ελληνίδες έγγαμες ηλικιωμένες γυναίκες· απ' όπου <i>Ἀδωνιάζουσαι</i>, <i>αἱ</i> (όπως αν προερχόταν από το [[Ἀδωνιάζω]]· [[εορτάζω]], [[τελώ]] τα Αδώνια), [[επιγραφή]] του 15ου ειδυλλίου του Θεόκρ.
|lsmtext='''Ἀδώνια:''' τά, ο [[θρήνος]] για τον Άδωνι που τελούνταν ετησίως από Ελληνίδες έγγαμες ηλικιωμένες γυναίκες· απ' όπου <i>Ἀδωνιάζουσαι</i>, <i>αἱ</i> (όπως αν προερχόταν από το [[Ἀδωνιάζω]]· [[εορτάζω]], [[τελώ]] τα Αδώνια), [[επιγραφή]] του 15ου ειδυλλίου του Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἀδώνια:''' τά (sc. [[ἱερά]]) адонии, поминки по Адонису Arph.
}}
}}

Revision as of 15:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Ἀδώνια: τά, ὁ θρῆνος ὁ διὰ τὸν Ἄδωνιν τελούμενος κατ’ ἐνιαυτὸν ὑπὸ τῶν Ἑλληνίδων δεσποινῶν, Κρατῖν. ἐν «Βουκόλοις» 2, πρβλ. Ἄδωνις: - Ἐντεῦθεν Ἀδωνιάζουσαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος Ἀδωνιάζω = ἑορτάζω, τελῶ τὰ Ἀδώνια)· ἐπιγραφὴ τοῦ 15ου εἰδυλλ. τοῦ Θεοκρίτου.

Greek Monotonic

Ἀδώνια: τά, ο θρήνος για τον Άδωνι που τελούνταν ετησίως από Ελληνίδες έγγαμες ηλικιωμένες γυναίκες· απ' όπου Ἀδωνιάζουσαι, αἱ (όπως αν προερχόταν από το Ἀδωνιάζω· εορτάζω, τελώ τα Αδώνια), επιγραφή του 15ου ειδυλλίου του Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

Ἀδώνια: τά (sc. ἱερά) адонии, поминки по Адонису Arph.