αἰσχίων: Difference between revisions

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχίων:''' [[αἴσχιστος]], συγκρ. και υπερθ. του [[αἰσχρός]].
|lsmtext='''αἰσχίων:''' [[αἴσχιστος]], συγκρ. και υπερθ. του [[αἰσχρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσχίων:''' compar. к [[αἰσχρός]].
}}
}}

Revision as of 15:36, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ αἰσχρός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

Cp. de αἰσχρός.

Greek Monotonic

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. και υπερθ. του αἰσχρός.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχίων: compar. к αἰσχρός.