ἀκαλυφής: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκᾰλῠφής:''' -ές = [[ἀκάλυπτος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀκᾰλῠφής:''' -ές = [[ἀκάλυπτος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκᾰλῠφής:''' Soph., Arst. = [[ἀκάλυπτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, = foreg., S.Ph.1327, Arist. de An.422a1:—ἄκαλλ-ος, ον, Hippobot. ap. D.L.8.72.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλῠφής: -ές, = ἀκάλυπτος, Σοφ. Φ. 1327. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 13, καὶ ἀκάλυφος, ον, Διογ. Λ. 8. 72.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ἀκάλυπτος.
Spanish (DGE)
(ἀκαλῠφής) -ές
descubierto σηκός S.Ph.1327, cf. Arist.de An.422a1.
Greek Monolingual
ἀκαλυφὴς (-οῡς), -ές (Α)
ο ακάλυπτος.
Greek Monotonic
ἀκᾰλῠφής: -ές = ἀκάλυπτος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰλῠφής: Soph., Arst. = ἀκάλυπτος.