αὐθαδόστομος: Difference between revisions

From LSJ
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐθᾱδόστομος:''' -ον ([[στόμα]]), [[ισχυρογνώμων]] στα [[λόγια]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''αὐθᾱδόστομος:''' -ον ([[στόμα]]), [[ισχυρογνώμων]] στα [[λόγια]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθᾱδόστομος:''' высокомерно выражающийся, надменно говорящий Arph.
}}
}}

Revision as of 11:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθαδόστομος Medium diacritics: αὐθαδόστομος Low diacritics: αυθαδόστομος Capitals: ΑΥΘΑΔΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: authadóstomos Transliteration B: authadostomos Transliteration C: afthadostomos Beta Code: au)qado/stomos

English (LSJ)

ον,

   A presumptuous of speech, Ar.Ra.837.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθᾱδόστομος: -ον, ὁ αὐθαδῶς, ἀγερώχως ὁμιλῶν, ἄνθρωπον ἀγριοποιὸν αὐθαδόστομον Ἀριστοφ. Βάτρ. 337.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la bouche présomptueuse, au langage présomptueux.
Étymologie: αὐθάδης, στόμα.

Spanish (DGE)

(αὐθᾱδόστομος) -ον de lengua arrogante, ἄνθρωπος Ar.Ra.837.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐθαδόστομος, -ον)
αυτός που μιλά με αυθάδεια.

Greek Monotonic

αὐθᾱδόστομος: -ον (στόμα), ισχυρογνώμων στα λόγια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐθᾱδόστομος: высокомерно выражающийся, надменно говорящий Arph.