νεανισκεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεᾱνισκεύομαι:''' αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν.
|lsmtext='''νεᾱνισκεύομαι:''' αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νεᾱνισκεύομαι:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> проводить свою юность (ἐν τοῖς ἐφήβοις Xen.);<br /><b class="num">2)</b> достигать юности (т. е. выходить из возраста эфебов): νεανισκευομένων ἀδικήματα Plut. проступки молодых людей.
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνισκεύομαι Medium diacritics: νεανισκεύομαι Low diacritics: νεανισκεύομαι Capitals: ΝΕΑΝΙΣΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: neaniskeúomai Transliteration B: neaniskeuomai Transliteration C: neaniskeyomai Beta Code: neaniskeu/omai

English (LSJ)

only pres.,

   A to be in one's youth, Eup.29, Posidipp.9; ν. ἐν τοῖς ἐφήβοις X.Cyr.1.2.15, Plu.2.12b.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνισκεύομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ νεανιεύομαι, εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 passer sa jeunesse qqe part;
2 se conduire en jeune homme, être léger, indiscret, téméraire.
Étymologie: νεανίσκος.

Greek Monolingual

νεανισκεύομαι (Α) νεανίσκος
βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῑς ἐν τοῑς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.).

Greek Monotonic

νεᾱνισκεύομαι: αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νεᾱνισκεύομαι: (только praes.)
1) проводить свою юность (ἐν τοῖς ἐφήβοις Xen.);
2) достигать юности (т. е. выходить из возраста эфебов): νεανισκευομένων ἀδικήματα Plut. проступки молодых людей.