ὅττεο: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅττεο:''' ὅτ-[[τευ]], Επικ. αντί <i>οὗ-τινος</i>, γεν. του [[ὅστις]].
|lsmtext='''ὅττεο:''' ὅτ-[[τευ]], Επικ. αντί <i>οὗ-τινος</i>, γεν. του [[ὅστις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὅττεο:''' эп. gen. к [[ὅστις]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 405] = οὗτινος, s. ὅστις.

Greek (Liddell-Scott)

ὅττεο: ὅττευ, Ἐπικ. γεν. τοῦ ὅστις.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de ὅστις.

Greek Monotonic

ὅττεο: ὅτ-τευ, Επικ. αντί οὗ-τινος, γεν. του ὅστις.

Russian (Dvoretsky)

ὅττεο: эп. gen. к ὅστις.