ὑφεκτέον: Difference between revisions

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
(6)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ὑπέχω]], αυτό το οποίο πρέπει να λογοδοτήσει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑφεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ὑπέχω]], αυτό το οποίο πρέπει να λογοδοτήσει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφεκτέον:''' adj. verb. к [[ὑπέχω]].
}}
}}

Revision as of 13:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφεκτέον Medium diacritics: ὑφεκτέον Low diacritics: υφεκτέον Capitals: ΥΦΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: hyphektéon Transliteration B: hyphekteon Transliteration C: yfekteon Beta Code: u(fekte/on

English (LSJ)

(ὑπέχω)

   A one must support, submit to, δίκην Pl.R.457e; ὑ. τινὶ τῆς ἀνανδρίας αἰτίαν X.Lac.9.5; ὑ. λόγον τινί one must give account, Arist.APo.77b5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπέχω, δεῖ ὑπέχειν..., δίκην Πλάτ. Πολ. 457Ε· ὑφ. τινὶ τῆς ἀνανδρίας αἰτίαν Ξεν. Λακ. 9. 5· ὑφ. λόγον, πρέπει τις νὰ δώσῃ λόγον, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 2.

Greek Monotonic

ὑφεκτέον: ρημ. επίθ. του ὑπέχω, αυτό το οποίο πρέπει να λογοδοτήσει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφεκτέον: adj. verb. к ὑπέχω.