Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλατύρροος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(6)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτύρροος:''' συνηρ. -[[ρους]], -ουν, αυτός που έχει πλατύ [[ρέμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πλᾰτύρροος:''' συνηρ. -[[ρους]], -ουν, αυτός που έχει πλατύ [[ρέμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰτύρροος:''' стяж. πλᾰτύρρους 2 широкотекущий ([[Νεῖλος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτῠρροος Medium diacritics: πλατύρροος Low diacritics: πλατύρροος Capitals: ΠΛΑΤΥΡΡΟΟΣ
Transliteration A: platýrroos Transliteration B: platyrroos Transliteration C: platyrroos Beta Code: platu/rroos

English (LSJ)

contr. πλατύρρους, ουν,

   A broad-flowing, Νεῖλος A.Pr.852.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ὁ ἔχων πλατὺ ῥεῦμα, εὐρύς, Νεῖλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 852.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.

Greek Monotonic

πλᾰτύρροος: συνηρ. -ρους, -ουν, αυτός που έχει πλατύ ρέμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύρροος: стяж. πλᾰτύρρους 2 широкотекущий (Νεῖλος Aesch.).