Φωκαιεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(6) |
(4b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Φωκαιεύς:''' Αττ. Φωκᾱεύς, <i>-έως</i>, <i>ὁ</i>, [[κάτοικος]] της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ. | |lsmtext='''Φωκαιεύς:''' Αττ. Φωκᾱεύς, <i>-έως</i>, <i>ὁ</i>, [[κάτοικος]] της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Φωκαιεύς:''' έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:52, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.
Greek Monolingual
-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
Φωκαιεύς: Αττ. Φωκᾱεύς, -έως, ὁ, κάτοικος της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Φωκαιεύς: έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.