σημόθετος: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σημόθετος:''' -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα [[σημάδι]], [[σημαδεμένος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σημόθετος:''' -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα [[σημάδι]], [[σημαδεμένος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σημόθετος:''' дор. [[σαμόθετος|σᾱμόθετος]] 2 (раз)меченный ([[λεία]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημόθετος Medium diacritics: σημόθετος Low diacritics: σημόθετος Capitals: ΣΗΜΟΘΕΤΟΣ
Transliteration A: sēmóthetos Transliteration B: sēmothetos Transliteration C: simothetos Beta Code: shmo/qetos

English (LSJ)

ον, poet. σᾱμο-,

   A placed as a mark, AP6.295 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 875] mit einem Zeichen versehen, bezeichnet, πορεία, Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

σημόθετος: -ον, ὁ ἔχων σημεῖον ἐπιτεθειμένον ἢ προσκεκολλημένον, «σημαδευμένος», Ἀνθ. Π. 6. 295.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α
αυτός που έχει πάνω του τοποθετημένο ή προσκολλημένο σημάδι.

Greek Monotonic

σημόθετος: -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα σημάδι, σημαδεμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σημόθετος: дор. σᾱμόθετος 2 (раз)меченный (λεία Anth.).