κυλλάστις: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυλλάστις:''' Ιων. -ήστις, <i>-ιος</i>, <i>ὁ</i>, αιγυπτιακό [[ψωμί]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κυλλάστις:''' Ιων. -ήστις, <i>-ιος</i>, <i>ὁ</i>, αιγυπτιακό [[ψωμί]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κυλλάστις:''' ιος ὁ Arph. = [[κυλλῆστις]].
}}
}}

Revision as of 23:25, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κυλλάστις: Ἰων. -ῆστις, ιος, ὁ, Αἰγυπτιακὸς ἄρτος παρασκευαζόμενος ἐξ ὀλύρας, Ἡρόδ. 2. 77, Ἑκαταῖ. παρ’ Ἀθην. 418Ε, Φανόδ. αὐτόθι 114C, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 253.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ) :
pain égyptien fait avec de l’épeautre.
Étymologie: DELG égyptien klšt.

Greek Monolingual

κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)
είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. klšt ή kršt].

Greek Monotonic

κυλλάστις: Ιων. -ήστις, -ιος, , αιγυπτιακό ψωμί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κυλλάστις: ιος ὁ Arph. = κυλλῆστις.