γλυκυπάρθενος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλῠκῠπάρθενος:''' ἡ, γλυκιά [[παρθένος]] [[κόρη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''γλῠκῠπάρθενος:''' ἡ, γλυκιά [[παρθένος]] [[κόρη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλυκυπάρθενος:''' ἡ нежная дева (γλυκυπάρθενοι Ὧραι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A sweet maid, in pl., Ὧραι ib.9.16 (Id.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠπάρθενος: ἡ γλυκεῖα παρθένος, Ἀνθ. Π. 9. 16.
Spanish (DGE)
(γλῠκῠπάρθενος) -ον adj. que es dulce doncella Ὧραι AP 9.16 (Mel.).
Greek Monolingual
γλυκυπάρθενος, η (Α)
η γλυκιά κόρη.
Greek Monotonic
γλῠκῠπάρθενος: ἡ, γλυκιά παρθένος κόρη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γλυκυπάρθενος: ἡ нежная дева (γλυκυπάρθενοι Ὧραι Anth.).