προὔκειτο: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προὔκειτο:''' προὐκινδύνευσε, αμτβ. του <i>προέκειτο</i>, <i>προ-εκινδύνευσε</i>.
|lsmtext='''προὔκειτο:''' προὐκινδύνευσε, αμτβ. του <i>προέκειτο</i>, <i>προ-εκινδύνευσε</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''προὔκειτο:''' (= προέκειτο) стяж. 3 л. sing. impf. к [[πρόκειμαι]].
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

προὔκειτο: προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. de πρόκειμαι.

Greek Monotonic

προὔκειτο: προὐκινδύνευσε, αμτβ. του προέκειτο, προ-εκινδύνευσε.

Russian (Dvoretsky)

προὔκειτο: (= προέκειτο) стяж. 3 л. sing. impf. к πρόκειμαι.