νυστακτής: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυστακτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που κάνει κάποιον να κλίνει προς τα [[κάτω]] το [[κεφάλι]] του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''νυστακτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που κάνει κάποιον να κλίνει προς τα [[κάτω]] το [[κεφάλι]] του, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυστακτής:''' οῦ adj. m качающий, заставляющий клевать носом ([[ὕπνος]] Arph.).
}}
}}