Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυστακτής: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυστακτής]], ὁ (Α) [[νυστάζω]]<br />(για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]].
|mltxt=[[νυστακτής]], ὁ (Α) [[νυστάζω]]<br />(για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυστακτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που κάνει κάποιον να κλίνει προς τα [[κάτω]] το [[κεφάλι]] του, σε Αριστοφ.
}}
}}