νυστακτής
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
English (LSJ)
νυστακτοῦ, ὁ, drowsy, ὕπνος Ar.V. 12, Alciphr.3.46.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui penche la tête ou qui fait pencher la tête.
Étymologie: νυστάζω.
German (Pape)
ὁ (der Nickende), ὕπνος, Schlaf mit Nicken, Ar. Vesp. 12 und Alciphr. 3.46.
Russian (Dvoretsky)
νυστακτής: οῦ adj. m качающий, заставляющий клевать носом (ὕπνος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
νυστακτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν τινα νὰ κλίνῃ κάτω τὴν κεφαλήν, νυστακτὴς ὕπνος Ἀριστοφ. Σφ. 12, Ἀλκίφρ. 3, 46.
Greek Monolingual
νυστακτής, ὁ (Α) νυστάζω
(για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το κεφάλι προς τα κάτω.
Greek Monotonic
νυστακτής: -οῦ, ὁ, αυτός που κάνει κάποιον να κλίνει προς τα κάτω το κεφάλι του, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
νυστακτής, οῦ, ὁ, [from νυστάζω
one that nods, nodding, Ar.
Translations
drowsy
Albanian: përgjumur; Arabic: نَعْسَان; Bulgarian: сънлив; Catalan: somnolent; Chinese Mandarin: 想睡, 昏昏欲睡, 睏/困; Czech: ospalý; Dutch: slaperig; Esperanto: dormema; Finnish: unelias; French: ensommeillé, somnolent; Galician: durmiñento; German: schläfrig; Greek: νυσταγμένος; Ancient Greek: καρηβαρής, καρῶδες, καρώδης, ληθαργικός, νυστακτής, νυσταλέος, νύσταλος, ὑπνηλός, ὑπνηρός, ὑπνίδιος, ὑπνῶδες, ὑπνώδης, ὑπνωτικός; Irish: codlatach, suanmhar, néalmhar, sámh; Italian: insonnolito, assonnato; Japanese: 眠い, 眠たい; Latin: soporus, somnolentus, somniculosus; Latvian: miegains; Lithuanian: mieguistas; Macedonian: сонлив; Maori: pōuruuru, hāmoemoe, hiamoe, hinamoe, harotu; Persian: خواب و بیدار، نیمه خواب; Polish: senny, ospały; Portuguese: sonolento, modorrento; Russian: сонный, сонливый, заспанный; Scottish Gaelic: suaineach; Serbo-Croatian Cyrillic: по̏спа̄н, са̀њив, дрѐмљив; Roman: pȍspān, sànjiv, drèmljiv; Spanish: adormecido, soñoliento, somnífero, soporífero, somnoliento; Swedish: dåsig; Welsh: cysglyd