3,241,203
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυστακτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που κάνει κάποιον να κλίνει προς τα [[κάτω]] το [[κεφάλι]] του, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''νυστακτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που κάνει κάποιον να κλίνει προς τα [[κάτω]] το [[κεφάλι]] του, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυστακτής:''' οῦ adj. m качающий, заставляющий клевать носом ([[ὕπνος]] Arph.). | |||
}} | }} |