καινόταφος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καινότᾰφος:''' -ον, λέγεται για τον καινούριο τάφο, σε Ανθ. | |lsmtext='''καινότᾰφος:''' -ον, λέγεται για τον καινούριο τάφο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καινότᾰφος:''' (о могиле) новой формы, необычного вида: [[σχῆμα]] [[καινόταφον]] Anth. необычная могила. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tombeau d’une construction nouvelle ou originale.
Étymologie: καινός, τάφος.
Greek Monolingual
καινόταφος, -ον (Α)
(μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» — νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος.
Greek Monotonic
καινότᾰφος: -ον, λέγεται για τον καινούριο τάφο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καινότᾰφος: (о могиле) новой формы, необычного вида: σχῆμα καινόταφον Anth. необычная могила.