κρασπεδόομαι: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρασπεδόομαι:''' Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην [[άκρη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''κρασπεδόομαι:''' Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην [[άκρη]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρασπεδόομαι [κράσπεδον] omzoomd worden. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A to be bordered or edged, ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι E.Ion1423.
Greek (Liddell-Scott)
κρασπεδόομαι: Παθ., περιβάλλομαι ὡς ὑπὸ κρασπέδου, κεκρασπέδωται δ’ ὄφεσιν αἰγίδος τρόπον Εὐρ. Ἴων 1423.
Greek Monotonic
κρασπεδόομαι: Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην άκρη, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρασπεδόομαι [κράσπεδον] omzoomd worden.