ἐξήραμμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(4)
 
(2)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξήραμμαι:''' ἐξηράνθην, Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ του [[ξηραίνω]].
|lsmtext='''ἐξήραμμαι:''' ἐξηράνθην, Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ του [[ξηραίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξήραμμαι:''' поздн. = [[ἐξήρασμαι]].
}}
}}

Latest revision as of 20:16, 31 December 2018

Greek Monotonic

ἐξήραμμαι: ἐξηράνθην, Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ του ξηραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξήραμμαι: поздн. = ἐξήρασμαι.