προείρηκα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(6)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προείρηκα:''' παρακ. του [[προερέω]]· [[προειρήσομαι]], Παθ. μέλ.
|lsmtext='''προείρηκα:''' παρακ. του [[προερέω]]· [[προειρήσομαι]], Παθ. μέλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προείρηκα:''' pf. к [[προαγορεύω]].
}}
}}

Revision as of 02:48, 1 January 2019

Greek Monotonic

προείρηκα: παρακ. του προερέω· προειρήσομαι, Παθ. μέλ.

Russian (Dvoretsky)

προείρηκα: pf. к προαγορεύω.