βῆθι: Difference between revisions

From LSJ
(3)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βῆθι:''' [[βῆναι]], προστ. αόρ. βʹ και απαρ. του [[βαίνω]].
|lsmtext='''βῆθι:''' [[βῆναι]], προστ. αόρ. βʹ και απαρ. του [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βῆθι:''' дор. [[βᾶθι]] imper. aor. 2 к [[βαίνω]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 de βαίνω.

Greek Monotonic

βῆθι: βῆναι, προστ. αόρ. βʹ και απαρ. του βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βῆθι: дор. βᾶθι imper. aor. 2 к βαίνω.