γέγαα: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(3)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γέγᾰα:''' Επικ. αντί [[γέγονα]], παρακ. του [[γίγνομαι]]· πληθ. <i>γέγᾰμεν</i>, <i>γεγάᾱτε</i>, <i>γεγάᾱσι</i>· μτχ. <i>γεγᾰώς</i>.
|lsmtext='''γέγᾰα:''' Επικ. αντί [[γέγονα]], παρακ. του [[γίγνομαι]]· πληθ. <i>γέγᾰμεν</i>, <i>γεγάᾱτε</i>, <i>γεγάᾱσι</i>· μτχ. <i>γεγᾰώς</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''γέγᾰα:''' эп.-поэт. pf. к [[γίγνομαι]].
}}
}}

Revision as of 14:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. pf. poét. de γίγνομαι.

English (Autenrieth)

see γίγνομαι.

Greek Monotonic

γέγᾰα: Επικ. αντί γέγονα, παρακ. του γίγνομαι· πληθ. γέγᾰμεν, γεγάᾱτε, γεγάᾱσι· μτχ. γεγᾰώς.

Russian (Dvoretsky)

γέγᾰα: эп.-поэт. pf. к γίγνομαι.