δυσ: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
(4) |
(2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῠσ:''' αχώριστο προθεματικό [[μόριο]], όπως το αγγλικό un- (που δηλώνει [[στέρηση]] ή [[ανατροπή]] κατάστασης, <i>α-</i>, π.χ. ά-τυχος) ή [[mis]]- (π.χ. α-τυχία)· αναιρεί τη θετική [[σημασία]] μιας λέξης ή επιτείνει την αρνητική της [[σημασία]]. | |lsmtext='''δῠσ:''' αχώριστο προθεματικό [[μόριο]], όπως το αγγλικό un- (που δηλώνει [[στέρηση]] ή [[ανατροπή]] κατάστασης, <i>α-</i>, π.χ. ά-τυχος) ή [[mis]]- (π.χ. α-τυχία)· αναιρεί τη θετική [[σημασία]] μιας λέξης ή επιτείνει την αρνητική της [[σημασία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῠσ:''' (перед σ с последующей губной или передненебной - δυ) приставка, отрицающая положительный смысл слова ([[δύσμαχος]] неодолимый) или усиливающая отрицательный ([[δυσάμμορος]] крайне несчастный). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
Greek Monotonic
δῠσ: αχώριστο προθεματικό μόριο, όπως το αγγλικό un- (που δηλώνει στέρηση ή ανατροπή κατάστασης, α-, π.χ. ά-τυχος) ή mis- (π.χ. α-τυχία)· αναιρεί τη θετική σημασία μιας λέξης ή επιτείνει την αρνητική της σημασία.
Russian (Dvoretsky)
δῠσ: (перед σ с последующей губной или передненебной - δυ) приставка, отрицающая положительный смысл слова (δύσμαχος неодолимый) или усиливающая отрицательный (δυσάμμορος крайне несчастный).