δώομεν: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(4)
(2)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δώομεν:''' Επικ. αντί <i>δῶμεν</i>, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[δίδωμι]].
|lsmtext='''δώομεν:''' Επικ. αντί <i>δῶμεν</i>, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[δίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δώομεν:''' эп. (= [[δῶμεν]]) 1 л. sing. aor. 2 conjct. к [[δίδωμι]].
}}
}}

Revision as of 19:08, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. ao.2 épq. de δίδωμι.

Greek Monotonic

δώομεν: Επικ. αντί δῶμεν, πληθ. υποτ. αορ. βʹ του δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δώομεν: эп. (= δῶμεν) 1 л. sing. aor. 2 conjct. к δίδωμι.