ἐδείδιμεν: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐδείδῐμεν:''' -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του [[δείδω]]. | |lsmtext='''ἐδείδῐμεν:''' -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του [[δείδω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐδείδῐμεν:''' эп. 1 л. pl. ppf. к [[δείδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἐδᾰφ-δῐσαν,
A v. δείδω. ἔδεκτο, v. δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, ἴδε δείδω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. pqp. épq. de δείδω.
English (Autenrieth)
see δείδω.
Greek Monotonic
ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του δείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐδείδῐμεν: эп. 1 л. pl. ppf. к δείδω.