ἐκσιγάομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
(4) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκσῑγάομαι:''' Παθ., εξαναγκάζομαι σε απόλυτη [[σιωπή]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐκσῑγάομαι:''' Παθ., εξαναγκάζομαι σε απόλυτη [[σιωπή]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκσῑγάομαι:''' быть приводимым к молчанию, умолкать Anth. - in tmesi. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be put to silence, AP7.182 (Mel., tm.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσῑγάομαι: παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ἐντελῆ σιγήν, ἐκσιγαθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 182.
Greek Monotonic
ἐκσῑγάομαι: Παθ., εξαναγκάζομαι σε απόλυτη σιωπή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσῑγάομαι: быть приводимым к молчанию, умолкать Anth. - in tmesi.