ἐκσιγάομαι
From LSJ
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
English (LSJ)
to be put to silence, AP7.182 (Mel., tm.).
Russian (Dvoretsky)
ἐκσῑγάομαι: быть приводимым к молчанию, умолкать Anth. - in tmesi.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσῑγάομαι: παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ἐντελῆ σιγήν, ἐκσιγαθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 182.
Greek Monotonic
ἐκσῑγάομαι: Παθ., εξαναγκάζομαι σε απόλυτη σιωπή, σε Ανθ.