ἔμμορα: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμμορα:''' παρακ. βʹ του [[μείρομαι]].
|lsmtext='''ἔμμορα:''' παρακ. βʹ του [[μείρομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμμορα:''' pf. к [[μείρομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 07:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 809] u. ἔμμορον, zu μείρομαι, w. m. s.

Greek Monotonic

ἔμμορα: παρακ. βʹ του μείρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμορα: pf. к μείρομαι.