πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
[Seite 809] u. ἔμμορον, zu μείρομαι, w. m. s.
ἔμμορα: παρακ. βʹ του μείρομαι.
ἔμμορα: pf. к μείρομαι.