ἔμμορα

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

German (Pape)

[Seite 809] u. ἔμμορον, zu μείρομαι, w. m. s.

Greek Monotonic

ἔμμορα: παρακ. βʹ του μείρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμορα: pf. к μείρομαι.