κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
[Seite 809] u. ἔμμορον, zu μείρομαι, w. m. s.
ἔμμορα: παρακ. βʹ του μείρομαι.
ἔμμορα: pf. к μείρομαι.