ἔκπληγεν: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκπληγεν:''' Επικ. αντί <i>-εσαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[ἐκπλήσσω]].
|lsmtext='''ἔκπληγεν:''' Επικ. αντί <i>-εσαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[ἐκπλήσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπληγεν:''' эп. 3 л. pl. aor. 2 pass. к [[ἐκπλήσσω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:32, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de ἐκπλήσσω.

Greek Monotonic

ἔκπληγεν: Επικ. αντί -εσαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπληγεν: эп. 3 л. pl. aor. 2 pass. к ἐκπλήσσω.